Κλίση του ρήματος assail στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα assail στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος assail στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I assail
  • you assail
  • he|she|it assails
  • we assail
  • you assail
  • they assail

Present Continuous

  • I am assailling
  • you are assailling
  • he|she|it is assailling
  • we are assailling
  • you are assailling
  • they are assailling

Present Perfect

  • I have assailled
  • you have assailled
  • he|she|it has assailled
  • we have assailled
  • you have assailled
  • they have assailled

Present Perfect Continuous

  • I have been assailling
  • you have been assailling
  • he|she|it has been assailling
  • we have been assailling
  • you have been assailling
  • they have been assailling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος assail στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I assailled
  • you assailled
  • he|she|it assailled
  • we assailled
  • you assailled
  • they assailled

Past continuous

  • I was assailling
  • you were assailling
  • he|she|it was assailling
  • we were assailling
  • you were assailling
  • they were assailling

Past perfect

  • I had assailled
  • you had assailled
  • he|she|it had assailled
  • we had assailled
  • you had assailled
  • they had assailled

Past perfect continuous

  • I had been assailling
  • you had been assailling
  • he|she|it had been assailling
  • we had been assailling
  • you had been assailling
  • they had been assailling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος assail στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will assail
  • you will assail
  • he|she|it will assail
  • we will assail
  • you will assail
  • they will assail

Future continuous

  • I will be assailling
  • you will be assailling
  • he|she|it will be assailling
  • we will be assailling
  • you will be assailling
  • they will be assailling

Future perfect

  • I will have assailled
  • you will have assailled
  • he|she|it will have assailled
  • we will have assailled
  • you will have assailled
  • they will have assailled

Future perfect continuous

  • I will have been assailling
  • you will have been assailling
  • he|she|it will have been assailling
  • we will have been assailling
  • you will have been assailling
  • they will have been assailling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα assail

Present participle

  • assailling

Past participle

  • assailled

Perfect Participle

  • having assailled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα assail

Imperative

  • assail
  • let's assail
  • assail

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: annunciate ascribe aspire assassinate assign befuddle catenate cuckoo headbutt nictitate