Κλίση του ρήματος wholesale στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα wholesale στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος wholesale στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I wholesale
  • you wholesale
  • he|she|it wholesales
  • we wholesale
  • you wholesale
  • they wholesale

Present Continuous

  • I am wholesaling
  • you are wholesaling
  • he|she|it is wholesaling
  • we are wholesaling
  • you are wholesaling
  • they are wholesaling

Present Perfect

  • I have wholesaled
  • you have wholesaled
  • he|she|it has wholesaled
  • we have wholesaled
  • you have wholesaled
  • they have wholesaled

Present Perfect Continuous

  • I have been wholesaling
  • you have been wholesaling
  • he|she|it has been wholesaling
  • we have been wholesaling
  • you have been wholesaling
  • they have been wholesaling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος wholesale στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I wholesaled
  • you wholesaled
  • he|she|it wholesaled
  • we wholesaled
  • you wholesaled
  • they wholesaled

Past continuous

  • I was wholesaling
  • you were wholesaling
  • he|she|it was wholesaling
  • we were wholesaling
  • you were wholesaling
  • they were wholesaling

Past perfect

  • I had wholesaled
  • you had wholesaled
  • he|she|it had wholesaled
  • we had wholesaled
  • you had wholesaled
  • they had wholesaled

Past perfect continuous

  • I had been wholesaling
  • you had been wholesaling
  • he|she|it had been wholesaling
  • we had been wholesaling
  • you had been wholesaling
  • they had been wholesaling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος wholesale στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will wholesale
  • you will wholesale
  • he|she|it will wholesale
  • we will wholesale
  • you will wholesale
  • they will wholesale

Future continuous

  • I will be wholesaling
  • you will be wholesaling
  • he|she|it will be wholesaling
  • we will be wholesaling
  • you will be wholesaling
  • they will be wholesaling

Future perfect

  • I will have wholesaled
  • you will have wholesaled
  • he|she|it will have wholesaled
  • we will have wholesaled
  • you will have wholesaled
  • they will have wholesaled

Future perfect continuous

  • I will have been wholesaling
  • you will have been wholesaling
  • he|she|it will have been wholesaling
  • we will have been wholesaling
  • you will have been wholesaling
  • they will have been wholesaling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα wholesale

Present participle

  • wholesaling

Past participle

  • wholesaled

Perfect Participle

  • having wholesaled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα wholesale

Imperative

  • wholesale
  • let's wholesale
  • wholesale

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: detruncate globalize surrender tawse waul whistlestop whizz whoop wig