Κλίση του ρήματος wheedle στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα wheedle στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος wheedle στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I wheedle
  • you wheedle
  • he|she|it wheedles
  • we wheedle
  • you wheedle
  • they wheedle

Present Continuous

  • I am wheedling
  • you are wheedling
  • he|she|it is wheedling
  • we are wheedling
  • you are wheedling
  • they are wheedling

Present Perfect

  • I have wheedled
  • you have wheedled
  • he|she|it has wheedled
  • we have wheedled
  • you have wheedled
  • they have wheedled

Present Perfect Continuous

  • I have been wheedling
  • you have been wheedling
  • he|she|it has been wheedling
  • we have been wheedling
  • you have been wheedling
  • they have been wheedling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος wheedle στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I wheedled
  • you wheedled
  • he|she|it wheedled
  • we wheedled
  • you wheedled
  • they wheedled

Past continuous

  • I was wheedling
  • you were wheedling
  • he|she|it was wheedling
  • we were wheedling
  • you were wheedling
  • they were wheedling

Past perfect

  • I had wheedled
  • you had wheedled
  • he|she|it had wheedled
  • we had wheedled
  • you had wheedled
  • they had wheedled

Past perfect continuous

  • I had been wheedling
  • you had been wheedling
  • he|she|it had been wheedling
  • we had been wheedling
  • you had been wheedling
  • they had been wheedling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος wheedle στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will wheedle
  • you will wheedle
  • he|she|it will wheedle
  • we will wheedle
  • you will wheedle
  • they will wheedle

Future continuous

  • I will be wheedling
  • you will be wheedling
  • he|she|it will be wheedling
  • we will be wheedling
  • you will be wheedling
  • they will be wheedling

Future perfect

  • I will have wheedled
  • you will have wheedled
  • he|she|it will have wheedled
  • we will have wheedled
  • you will have wheedled
  • they will have wheedled

Future perfect continuous

  • I will have been wheedling
  • you will have been wheedling
  • he|she|it will have been wheedling
  • we will have been wheedling
  • you will have been wheedling
  • they will have been wheedling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα wheedle

Present participle

  • wheedling

Past participle

  • wheedled

Perfect Participle

  • having wheedled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα wheedle

Imperative

  • wheedle
  • let's wheedle
  • wheedle

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: despatch gild superimpose tamper walk wetnurse wharf wheel whiffle