Κλίση του ρήματος victual στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα victual στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος victual στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I victual
  • you victual
  • he|she|it victuals
  • we victual
  • you victual
  • they victual

Present Continuous

  • I am victualling
  • you are victualling
  • he|she|it is victualling
  • we are victualling
  • you are victualling
  • they are victualling

Present Perfect

  • I have victualled
  • you have victualled
  • he|she|it has victualled
  • we have victualled
  • you have victualled
  • they have victualled

Present Perfect Continuous

  • I have been victualling
  • you have been victualling
  • he|she|it has been victualling
  • we have been victualling
  • you have been victualling
  • they have been victualling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος victual στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I victualled
  • you victualled
  • he|she|it victualled
  • we victualled
  • you victualled
  • they victualled

Past continuous

  • I was victualling
  • you were victualling
  • he|she|it was victualling
  • we were victualling
  • you were victualling
  • they were victualling

Past perfect

  • I had victualled
  • you had victualled
  • he|she|it had victualled
  • we had victualled
  • you had victualled
  • they had victualled

Past perfect continuous

  • I had been victualling
  • you had been victualling
  • he|she|it had been victualling
  • we had been victualling
  • you had been victualling
  • they had been victualling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος victual στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will victual
  • you will victual
  • he|she|it will victual
  • we will victual
  • you will victual
  • they will victual

Future continuous

  • I will be victualling
  • you will be victualling
  • he|she|it will be victualling
  • we will be victualling
  • you will be victualling
  • they will be victualling

Future perfect

  • I will have victualled
  • you will have victualled
  • he|she|it will have victualled
  • we will have victualled
  • you will have victualled
  • they will have victualled

Future perfect continuous

  • I will have been victualling
  • you will have been victualling
  • he|she|it will have been victualling
  • we will have been victualling
  • you will have been victualling
  • they will have been victualling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα victual

Present participle

  • victualling

Past participle

  • victualled

Perfect Participle

  • having victualled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα victual

Imperative

  • victual
  • let's victual
  • victual

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: dehorn frenzy storyboard sulphuret upshift vesture victimize video vintage wince