Κλίση του ρήματος uncover στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα uncover στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος uncover στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I uncover
  • you uncover
  • he|she|it uncovers
  • we uncover
  • you uncover
  • they uncover

Present Continuous

  • I am uncovering
  • you are uncovering
  • he|she|it is uncovering
  • we are uncovering
  • you are uncovering
  • they are uncovering

Present Perfect

  • I have uncovered
  • you have uncovered
  • he|she|it has uncovered
  • we have uncovered
  • you have uncovered
  • they have uncovered

Present Perfect Continuous

  • I have been uncovering
  • you have been uncovering
  • he|she|it has been uncovering
  • we have been uncovering
  • you have been uncovering
  • they have been uncovering

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος uncover στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I uncovered
  • you uncovered
  • he|she|it uncovered
  • we uncovered
  • you uncovered
  • they uncovered

Past continuous

  • I was uncovering
  • you were uncovering
  • he|she|it was uncovering
  • we were uncovering
  • you were uncovering
  • they were uncovering

Past perfect

  • I had uncovered
  • you had uncovered
  • he|she|it had uncovered
  • we had uncovered
  • you had uncovered
  • they had uncovered

Past perfect continuous

  • I had been uncovering
  • you had been uncovering
  • he|she|it had been uncovering
  • we had been uncovering
  • you had been uncovering
  • they had been uncovering

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος uncover στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will uncover
  • you will uncover
  • he|she|it will uncover
  • we will uncover
  • you will uncover
  • they will uncover

Future continuous

  • I will be uncovering
  • you will be uncovering
  • he|she|it will be uncovering
  • we will be uncovering
  • you will be uncovering
  • they will be uncovering

Future perfect

  • I will have uncovered
  • you will have uncovered
  • he|she|it will have uncovered
  • we will have uncovered
  • you will have uncovered
  • they will have uncovered

Future perfect continuous

  • I will have been uncovering
  • you will have been uncovering
  • he|she|it will have been uncovering
  • we will have been uncovering
  • you will have been uncovering
  • they will have been uncovering

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα uncover

Present participle

  • uncovering

Past participle

  • uncovered

Perfect Participle

  • having uncovered

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα uncover

Imperative

  • uncover
  • let's uncover
  • uncover

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: crisp fib solemnify spurn trundle unclasp uncouple uncurl undercoat valet