Κλίση του ρήματος travail στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα travail στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος travail στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I travail
  • you travail
  • he|she|it travails
  • we travail
  • you travail
  • they travail

Present Continuous

  • I am travailing
  • you are travailing
  • he|she|it is travailing
  • we are travailing
  • you are travailing
  • they are travailing

Present Perfect

  • I have travailed
  • you have travailed
  • he|she|it has travailed
  • we have travailed
  • you have travailed
  • they have travailed

Present Perfect Continuous

  • I have been travailing
  • you have been travailing
  • he|she|it has been travailing
  • we have been travailing
  • you have been travailing
  • they have been travailing

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος travail στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I travailed
  • you travailed
  • he|she|it travailed
  • we travailed
  • you travailed
  • they travailed

Past continuous

  • I was travailing
  • you were travailing
  • he|she|it was travailing
  • we were travailing
  • you were travailing
  • they were travailing

Past perfect

  • I had travailed
  • you had travailed
  • he|she|it had travailed
  • we had travailed
  • you had travailed
  • they had travailed

Past perfect continuous

  • I had been travailing
  • you had been travailing
  • he|she|it had been travailing
  • we had been travailing
  • you had been travailing
  • they had been travailing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος travail στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will travail
  • you will travail
  • he|she|it will travail
  • we will travail
  • you will travail
  • they will travail

Future continuous

  • I will be travailing
  • you will be travailing
  • he|she|it will be travailing
  • we will be travailing
  • you will be travailing
  • they will be travailing

Future perfect

  • I will have travailed
  • you will have travailed
  • he|she|it will have travailed
  • we will have travailed
  • you will have travailed
  • they will have travailed

Future perfect continuous

  • I will have been travailing
  • you will have been travailing
  • he|she|it will have been travailing
  • we will have been travailing
  • you will have been travailing
  • they will have been travailing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα travail

Present participle

  • travailing

Past participle

  • travailed

Perfect Participle

  • having travailed

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα travail

Imperative

  • travail
  • let's travail
  • travail

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: convolute explant slash softshoe toot transvalue traumatize travel tree unhand