Κλίση του ρήματος sniffle στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα sniffle στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος sniffle στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I sniffle
  • you sniffle
  • he|she|it sniffles
  • we sniffle
  • you sniffle
  • they sniffle

Present Continuous

  • I am sniffling
  • you are sniffling
  • he|she|it is sniffling
  • we are sniffling
  • you are sniffling
  • they are sniffling

Present Perfect

  • I have sniffled
  • you have sniffled
  • he|she|it has sniffled
  • we have sniffled
  • you have sniffled
  • they have sniffled

Present Perfect Continuous

  • I have been sniffling
  • you have been sniffling
  • he|she|it has been sniffling
  • we have been sniffling
  • you have been sniffling
  • they have been sniffling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος sniffle στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I sniffled
  • you sniffled
  • he|she|it sniffled
  • we sniffled
  • you sniffled
  • they sniffled

Past continuous

  • I was sniffling
  • you were sniffling
  • he|she|it was sniffling
  • we were sniffling
  • you were sniffling
  • they were sniffling

Past perfect

  • I had sniffled
  • you had sniffled
  • he|she|it had sniffled
  • we had sniffled
  • you had sniffled
  • they had sniffled

Past perfect continuous

  • I had been sniffling
  • you had been sniffling
  • he|she|it had been sniffling
  • we had been sniffling
  • you had been sniffling
  • they had been sniffling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος sniffle στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will sniffle
  • you will sniffle
  • he|she|it will sniffle
  • we will sniffle
  • you will sniffle
  • they will sniffle

Future continuous

  • I will be sniffling
  • you will be sniffling
  • he|she|it will be sniffling
  • we will be sniffling
  • you will be sniffling
  • they will be sniffling

Future perfect

  • I will have sniffled
  • you will have sniffled
  • he|she|it will have sniffled
  • we will have sniffled
  • you will have sniffled
  • they will have sniffled

Future perfect continuous

  • I will have been sniffling
  • you will have been sniffling
  • he|she|it will have been sniffling
  • we will have been sniffling
  • you will have been sniffling
  • they will have been sniffling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα sniffle

Present participle

  • sniffling

Past participle

  • sniffled

Perfect Participle

  • having sniffled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα sniffle

Imperative

  • sniffle
  • let's sniffle
  • sniffle

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: blanket deodorize reeve reoffend sleek sneak sniff snigger snoop stabilize thwart weewee