Κλίση του ρήματος rekindle στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα rekindle στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος rekindle στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I rekindle
  • you rekindle
  • he|she|it rekindles
  • we rekindle
  • you rekindle
  • they rekindle

Present Continuous

  • I am rekindling
  • you are rekindling
  • he|she|it is rekindling
  • we are rekindling
  • you are rekindling
  • they are rekindling

Present Perfect

  • I have rekindled
  • you have rekindled
  • he|she|it has rekindled
  • we have rekindled
  • you have rekindled
  • they have rekindled

Present Perfect Continuous

  • I have been rekindling
  • you have been rekindling
  • he|she|it has been rekindling
  • we have been rekindling
  • you have been rekindling
  • they have been rekindling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος rekindle στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I rekindled
  • you rekindled
  • he|she|it rekindled
  • we rekindled
  • you rekindled
  • they rekindled

Past continuous

  • I was rekindling
  • you were rekindling
  • he|she|it was rekindling
  • we were rekindling
  • you were rekindling
  • they were rekindling

Past perfect

  • I had rekindled
  • you had rekindled
  • he|she|it had rekindled
  • we had rekindled
  • you had rekindled
  • they had rekindled

Past perfect continuous

  • I had been rekindling
  • you had been rekindling
  • he|she|it had been rekindling
  • we had been rekindling
  • you had been rekindling
  • they had been rekindling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος rekindle στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will rekindle
  • you will rekindle
  • he|she|it will rekindle
  • we will rekindle
  • you will rekindle
  • they will rekindle

Future continuous

  • I will be rekindling
  • you will be rekindling
  • he|she|it will be rekindling
  • we will be rekindling
  • you will be rekindling
  • they will be rekindling

Future perfect

  • I will have rekindled
  • you will have rekindled
  • he|she|it will have rekindled
  • we will have rekindled
  • you will have rekindled
  • they will have rekindled

Future perfect continuous

  • I will have been rekindling
  • you will have been rekindling
  • he|she|it will have been rekindling
  • we will have been rekindling
  • you will have been rekindling
  • they will have been rekindling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα rekindle

Present participle

  • rekindling

Past participle

  • rekindled

Perfect Participle

  • having rekindled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα rekindle

Imperative

  • rekindle
  • let's rekindle
  • rekindle

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: charm palpebrate persevere reengineer reive rejuvenesce relapse relieve reverence simplify swarm