Κλίση του ρήματος rehearse στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα rehearse στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος rehearse στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I rehearse
  • you rehearse
  • he|she|it rehearses
  • we rehearse
  • you rehearse
  • they rehearse

Present Continuous

  • I am rehearsing
  • you are rehearsing
  • he|she|it is rehearsing
  • we are rehearsing
  • you are rehearsing
  • they are rehearsing

Present Perfect

  • I have rehearsed
  • you have rehearsed
  • he|she|it has rehearsed
  • we have rehearsed
  • you have rehearsed
  • they have rehearsed

Present Perfect Continuous

  • I have been rehearsing
  • you have been rehearsing
  • he|she|it has been rehearsing
  • we have been rehearsing
  • you have been rehearsing
  • they have been rehearsing

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος rehearse στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I rehearsed
  • you rehearsed
  • he|she|it rehearsed
  • we rehearsed
  • you rehearsed
  • they rehearsed

Past continuous

  • I was rehearsing
  • you were rehearsing
  • he|she|it was rehearsing
  • we were rehearsing
  • you were rehearsing
  • they were rehearsing

Past perfect

  • I had rehearsed
  • you had rehearsed
  • he|she|it had rehearsed
  • we had rehearsed
  • you had rehearsed
  • they had rehearsed

Past perfect continuous

  • I had been rehearsing
  • you had been rehearsing
  • he|she|it had been rehearsing
  • we had been rehearsing
  • you had been rehearsing
  • they had been rehearsing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος rehearse στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will rehearse
  • you will rehearse
  • he|she|it will rehearse
  • we will rehearse
  • you will rehearse
  • they will rehearse

Future continuous

  • I will be rehearsing
  • you will be rehearsing
  • he|she|it will be rehearsing
  • we will be rehearsing
  • you will be rehearsing
  • they will be rehearsing

Future perfect

  • I will have rehearsed
  • you will have rehearsed
  • he|she|it will have rehearsed
  • we will have rehearsed
  • you will have rehearsed
  • they will have rehearsed

Future perfect continuous

  • I will have been rehearsing
  • you will have been rehearsing
  • he|she|it will have been rehearsing
  • we will have been rehearsing
  • you will have been rehearsing
  • they will have been rehearsing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα rehearse

Present participle

  • rehearsing

Past participle

  • rehearsed

Perfect Participle

  • having rehearsed

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα rehearse

Imperative

  • rehearse
  • let's rehearse
  • rehearse

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: chainreact oxidize pepper redecorate regularise rehear reheat reincarnate retrace sidestep surge