Κλίση του ρήματος reason στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα reason στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος reason στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I reason
  • you reason
  • he|she|it reasons
  • we reason
  • you reason
  • they reason

Present Continuous

  • I am reasoning
  • you are reasoning
  • he|she|it is reasoning
  • we are reasoning
  • you are reasoning
  • they are reasoning

Present Perfect

  • I have reasoned
  • you have reasoned
  • he|she|it has reasoned
  • we have reasoned
  • you have reasoned
  • they have reasoned

Present Perfect Continuous

  • I have been reasoning
  • you have been reasoning
  • he|she|it has been reasoning
  • we have been reasoning
  • you have been reasoning
  • they have been reasoning

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος reason στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I reasoned
  • you reasoned
  • he|she|it reasoned
  • we reasoned
  • you reasoned
  • they reasoned

Past continuous

  • I was reasoning
  • you were reasoning
  • he|she|it was reasoning
  • we were reasoning
  • you were reasoning
  • they were reasoning

Past perfect

  • I had reasoned
  • you had reasoned
  • he|she|it had reasoned
  • we had reasoned
  • you had reasoned
  • they had reasoned

Past perfect continuous

  • I had been reasoning
  • you had been reasoning
  • he|she|it had been reasoning
  • we had been reasoning
  • you had been reasoning
  • they had been reasoning

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος reason στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will reason
  • you will reason
  • he|she|it will reason
  • we will reason
  • you will reason
  • they will reason

Future continuous

  • I will be reasoning
  • you will be reasoning
  • he|she|it will be reasoning
  • we will be reasoning
  • you will be reasoning
  • they will be reasoning

Future perfect

  • I will have reasoned
  • you will have reasoned
  • he|she|it will have reasoned
  • we will have reasoned
  • you will have reasoned
  • they will have reasoned

Future perfect continuous

  • I will have been reasoning
  • you will have been reasoning
  • he|she|it will have been reasoning
  • we will have been reasoning
  • you will have been reasoning
  • they will have been reasoning

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα reason

Present participle

  • reasoning

Past participle

  • reasoned

Perfect Participle

  • having reasoned

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα reason

Imperative

  • reason
  • let's reason
  • reason

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: cadge outperform overtask rant reapportion rearrange reassemble rebellow remainder select streamline