Κλίση του ρήματος ovulate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα ovulate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος ovulate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I ovulate
  • you ovulate
  • he|she|it ovulates
  • we ovulate
  • you ovulate
  • they ovulate

Present Continuous

  • I am ovulating
  • you are ovulating
  • he|she|it is ovulating
  • we are ovulating
  • you are ovulating
  • they are ovulating

Present Perfect

  • I have ovulated
  • you have ovulated
  • he|she|it has ovulated
  • we have ovulated
  • you have ovulated
  • they have ovulated

Present Perfect Continuous

  • I have been ovulating
  • you have been ovulating
  • he|she|it has been ovulating
  • we have been ovulating
  • you have been ovulating
  • they have been ovulating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος ovulate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I ovulated
  • you ovulated
  • he|she|it ovulated
  • we ovulated
  • you ovulated
  • they ovulated

Past continuous

  • I was ovulating
  • you were ovulating
  • he|she|it was ovulating
  • we were ovulating
  • you were ovulating
  • they were ovulating

Past perfect

  • I had ovulated
  • you had ovulated
  • he|she|it had ovulated
  • we had ovulated
  • you had ovulated
  • they had ovulated

Past perfect continuous

  • I had been ovulating
  • you had been ovulating
  • he|she|it had been ovulating
  • we had been ovulating
  • you had been ovulating
  • they had been ovulating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος ovulate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will ovulate
  • you will ovulate
  • he|she|it will ovulate
  • we will ovulate
  • you will ovulate
  • they will ovulate

Future continuous

  • I will be ovulating
  • you will be ovulating
  • he|she|it will be ovulating
  • we will be ovulating
  • you will be ovulating
  • they will be ovulating

Future perfect

  • I will have ovulated
  • you will have ovulated
  • he|she|it will have ovulated
  • we will have ovulated
  • you will have ovulated
  • they will have ovulated

Future perfect continuous

  • I will have been ovulating
  • you will have been ovulating
  • he|she|it will have been ovulating
  • we will have been ovulating
  • you will have been ovulating
  • they will have been ovulating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα ovulate

Present participle

  • ovulating

Past participle

  • ovulated

Perfect Participle

  • having ovulated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα ovulate

Imperative

  • ovulate
  • let's ovulate
  • ovulate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: afforest knee like overflow overweight oviposit owe pace photosynthesise rank scaffold wilt