Κλίση του ρήματος metricate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα metricate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος metricate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I metricate
  • you metricate
  • he|she|it metricates
  • we metricate
  • you metricate
  • they metricate

Present Continuous

  • I am metricating
  • you are metricating
  • he|she|it is metricating
  • we are metricating
  • you are metricating
  • they are metricating

Present Perfect

  • I have metricated
  • you have metricated
  • he|she|it has metricated
  • we have metricated
  • you have metricated
  • they have metricated

Present Perfect Continuous

  • I have been metricating
  • you have been metricating
  • he|she|it has been metricating
  • we have been metricating
  • you have been metricating
  • they have been metricating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος metricate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I metricated
  • you metricated
  • he|she|it metricated
  • we metricated
  • you metricated
  • they metricated

Past continuous

  • I was metricating
  • you were metricating
  • he|she|it was metricating
  • we were metricating
  • you were metricating
  • they were metricating

Past perfect

  • I had metricated
  • you had metricated
  • he|she|it had metricated
  • we had metricated
  • you had metricated
  • they had metricated

Past perfect continuous

  • I had been metricating
  • you had been metricating
  • he|she|it had been metricating
  • we had been metricating
  • you had been metricating
  • they had been metricating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος metricate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will metricate
  • you will metricate
  • he|she|it will metricate
  • we will metricate
  • you will metricate
  • they will metricate

Future continuous

  • I will be metricating
  • you will be metricating
  • he|she|it will be metricating
  • we will be metricating
  • you will be metricating
  • they will be metricating

Future perfect

  • I will have metricated
  • you will have metricated
  • he|she|it will have metricated
  • we will have metricated
  • you will have metricated
  • they will have metricated

Future perfect continuous

  • I will have been metricating
  • you will have been metricating
  • he|she|it will have been metricating
  • we will have been metricating
  • you will have been metricating
  • they will have been metricating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα metricate

Present participle

  • metricating

Past participle

  • metricated

Perfect Participle

  • having metricated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα metricate

Imperative

  • metricate
  • let's metricate
  • metricate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: hole imbue marvel metaphysicize methylate metrify micromanage murmur peptonize reassign trench