Κλίση του ρήματος laicize στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα laicize στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος laicize στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I laicize
  • you laicize
  • he|she|it laicizes
  • we laicize
  • you laicize
  • they laicize

Present Continuous

  • I am laicizing
  • you are laicizing
  • he|she|it is laicizing
  • we are laicizing
  • you are laicizing
  • they are laicizing

Present Perfect

  • I have laicized
  • you have laicized
  • he|she|it has laicized
  • we have laicized
  • you have laicized
  • they have laicized

Present Perfect Continuous

  • I have been laicizing
  • you have been laicizing
  • he|she|it has been laicizing
  • we have been laicizing
  • you have been laicizing
  • they have been laicizing

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος laicize στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I laicized
  • you laicized
  • he|she|it laicized
  • we laicized
  • you laicized
  • they laicized

Past continuous

  • I was laicizing
  • you were laicizing
  • he|she|it was laicizing
  • we were laicizing
  • you were laicizing
  • they were laicizing

Past perfect

  • I had laicized
  • you had laicized
  • he|she|it had laicized
  • we had laicized
  • you had laicized
  • they had laicized

Past perfect continuous

  • I had been laicizing
  • you had been laicizing
  • he|she|it had been laicizing
  • we had been laicizing
  • you had been laicizing
  • they had been laicizing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος laicize στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will laicize
  • you will laicize
  • he|she|it will laicize
  • we will laicize
  • you will laicize
  • they will laicize

Future continuous

  • I will be laicizing
  • you will be laicizing
  • he|she|it will be laicizing
  • we will be laicizing
  • you will be laicizing
  • they will be laicizing

Future perfect

  • I will have laicized
  • you will have laicized
  • he|she|it will have laicized
  • we will have laicized
  • you will have laicized
  • they will have laicized

Future perfect continuous

  • I will have been laicizing
  • you will have been laicizing
  • he|she|it will have been laicizing
  • we will have been laicizing
  • you will have been laicizing
  • they will have been laicizing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα laicize

Present participle

  • laicizing

Past participle

  • laicized

Perfect Participle

  • having laicized

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα laicize

Imperative

  • laicize
  • let's laicize
  • laicize

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: ghost group junk lacquer lag laik laminate maculate orchestrate presage swivel