Κλίση του ρήματος irrupt στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα irrupt στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος irrupt στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I irrupt
  • you irrupt
  • he|she|it irrupts
  • we irrupt
  • you irrupt
  • they irrupt

Present Continuous

  • I am irrupting
  • you are irrupting
  • he|she|it is irrupting
  • we are irrupting
  • you are irrupting
  • they are irrupting

Present Perfect

  • I have irrupted
  • you have irrupted
  • he|she|it has irrupted
  • we have irrupted
  • you have irrupted
  • they have irrupted

Present Perfect Continuous

  • I have been irrupting
  • you have been irrupting
  • he|she|it has been irrupting
  • we have been irrupting
  • you have been irrupting
  • they have been irrupting

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος irrupt στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I irrupted
  • you irrupted
  • he|she|it irrupted
  • we irrupted
  • you irrupted
  • they irrupted

Past continuous

  • I was irrupting
  • you were irrupting
  • he|she|it was irrupting
  • we were irrupting
  • you were irrupting
  • they were irrupting

Past perfect

  • I had irrupted
  • you had irrupted
  • he|she|it had irrupted
  • we had irrupted
  • you had irrupted
  • they had irrupted

Past perfect continuous

  • I had been irrupting
  • you had been irrupting
  • he|she|it had been irrupting
  • we had been irrupting
  • you had been irrupting
  • they had been irrupting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος irrupt στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will irrupt
  • you will irrupt
  • he|she|it will irrupt
  • we will irrupt
  • you will irrupt
  • they will irrupt

Future continuous

  • I will be irrupting
  • you will be irrupting
  • he|she|it will be irrupting
  • we will be irrupting
  • you will be irrupting
  • they will be irrupting

Future perfect

  • I will have irrupted
  • you will have irrupted
  • he|she|it will have irrupted
  • we will have irrupted
  • you will have irrupted
  • they will have irrupted

Future perfect continuous

  • I will have been irrupting
  • you will have been irrupting
  • he|she|it will have been irrupting
  • we will have been irrupting
  • you will have been irrupting
  • they will have been irrupting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα irrupt

Present participle

  • irrupting

Past participle

  • irrupted

Perfect Participle

  • having irrupted

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα irrupt

Imperative

  • irrupt
  • let's irrupt
  • irrupt

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: fossilise garner interlock ionize irritate islamize itch lasso mure pleach stump