Κλίση του ρήματος insolate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα insolate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος insolate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I insolate
  • you insolate
  • he|she|it insolates
  • we insolate
  • you insolate
  • they insolate

Present Continuous

  • I am insolating
  • you are insolating
  • he|she|it is insolating
  • we are insolating
  • you are insolating
  • they are insolating

Present Perfect

  • I have insolated
  • you have insolated
  • he|she|it has insolated
  • we have insolated
  • you have insolated
  • they have insolated

Present Perfect Continuous

  • I have been insolating
  • you have been insolating
  • he|she|it has been insolating
  • we have been insolating
  • you have been insolating
  • they have been insolating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος insolate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I insolated
  • you insolated
  • he|she|it insolated
  • we insolated
  • you insolated
  • they insolated

Past continuous

  • I was insolating
  • you were insolating
  • he|she|it was insolating
  • we were insolating
  • you were insolating
  • they were insolating

Past perfect

  • I had insolated
  • you had insolated
  • he|she|it had insolated
  • we had insolated
  • you had insolated
  • they had insolated

Past perfect continuous

  • I had been insolating
  • you had been insolating
  • he|she|it had been insolating
  • we had been insolating
  • you had been insolating
  • they had been insolating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος insolate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will insolate
  • you will insolate
  • he|she|it will insolate
  • we will insolate
  • you will insolate
  • they will insolate

Future continuous

  • I will be insolating
  • you will be insolating
  • he|she|it will be insolating
  • we will be insolating
  • you will be insolating
  • they will be insolating

Future perfect

  • I will have insolated
  • you will have insolated
  • he|she|it will have insolated
  • we will have insolated
  • you will have insolated
  • they will have insolated

Future perfect continuous

  • I will have been insolating
  • you will have been insolating
  • he|she|it will have been insolating
  • we will have been insolating
  • you will have been insolating
  • they will have been insolating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα insolate

Present participle

  • insolating

Past participle

  • insolated

Perfect Participle

  • having insolated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα insolate

Imperative

  • insolate
  • let's insolate
  • insolate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: flex forswear incurvate inseminate insnare insoul instant-message jog-trot misgive permeate standardise write