Κλίση του ρήματος inhabit στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα inhabit στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος inhabit στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I inhabit
  • you inhabit
  • he|she|it inhabits
  • we inhabit
  • you inhabit
  • they inhabit

Present Continuous

  • I am inhabiting
  • you are inhabiting
  • he|she|it is inhabiting
  • we are inhabiting
  • you are inhabiting
  • they are inhabiting

Present Perfect

  • I have inhabited
  • you have inhabited
  • he|she|it has inhabited
  • we have inhabited
  • you have inhabited
  • they have inhabited

Present Perfect Continuous

  • I have been inhabiting
  • you have been inhabiting
  • he|she|it has been inhabiting
  • we have been inhabiting
  • you have been inhabiting
  • they have been inhabiting

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος inhabit στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I inhabited
  • you inhabited
  • he|she|it inhabited
  • we inhabited
  • you inhabited
  • they inhabited

Past continuous

  • I was inhabiting
  • you were inhabiting
  • he|she|it was inhabiting
  • we were inhabiting
  • you were inhabiting
  • they were inhabiting

Past perfect

  • I had inhabited
  • you had inhabited
  • he|she|it had inhabited
  • we had inhabited
  • you had inhabited
  • they had inhabited

Past perfect continuous

  • I had been inhabiting
  • you had been inhabiting
  • he|she|it had been inhabiting
  • we had been inhabiting
  • you had been inhabiting
  • they had been inhabiting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος inhabit στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will inhabit
  • you will inhabit
  • he|she|it will inhabit
  • we will inhabit
  • you will inhabit
  • they will inhabit

Future continuous

  • I will be inhabiting
  • you will be inhabiting
  • he|she|it will be inhabiting
  • we will be inhabiting
  • you will be inhabiting
  • they will be inhabiting

Future perfect

  • I will have inhabited
  • you will have inhabited
  • he|she|it will have inhabited
  • we will have inhabited
  • you will have inhabited
  • they will have inhabited

Future perfect continuous

  • I will have been inhabiting
  • you will have been inhabiting
  • he|she|it will have been inhabiting
  • we will have been inhabiting
  • you will have been inhabiting
  • they will have been inhabiting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα inhabit

Present participle

  • inhabiting

Past participle

  • inhabited

Perfect Participle

  • having inhabited

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα inhabit

Imperative

  • inhabit
  • let's inhabit
  • inhabit

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: fizz forereach inbreathe ingest ingurgitate inhale inject jaywalk minor pellet squelch womanize