Κλίση του ρήματος impair στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα impair στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος impair στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I impair
  • you impair
  • he|she|it impairs
  • we impair
  • you impair
  • they impair

Present Continuous

  • I am impairing
  • you are impairing
  • he|she|it is impairing
  • we are impairing
  • you are impairing
  • they are impairing

Present Perfect

  • I have impaired
  • you have impaired
  • he|she|it has impaired
  • we have impaired
  • you have impaired
  • they have impaired

Present Perfect Continuous

  • I have been impairing
  • you have been impairing
  • he|she|it has been impairing
  • we have been impairing
  • you have been impairing
  • they have been impairing

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος impair στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I impaired
  • you impaired
  • he|she|it impaired
  • we impaired
  • you impaired
  • they impaired

Past continuous

  • I was impairing
  • you were impairing
  • he|she|it was impairing
  • we were impairing
  • you were impairing
  • they were impairing

Past perfect

  • I had impaired
  • you had impaired
  • he|she|it had impaired
  • we had impaired
  • you had impaired
  • they had impaired

Past perfect continuous

  • I had been impairing
  • you had been impairing
  • he|she|it had been impairing
  • we had been impairing
  • you had been impairing
  • they had been impairing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος impair στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will impair
  • you will impair
  • he|she|it will impair
  • we will impair
  • you will impair
  • they will impair

Future continuous

  • I will be impairing
  • you will be impairing
  • he|she|it will be impairing
  • we will be impairing
  • you will be impairing
  • they will be impairing

Future perfect

  • I will have impaired
  • you will have impaired
  • he|she|it will have impaired
  • we will have impaired
  • you will have impaired
  • they will have impaired

Future perfect continuous

  • I will have been impairing
  • you will have been impairing
  • he|she|it will have been impairing
  • we will have been impairing
  • you will have been impairing
  • they will have been impairing

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα impair

Present participle

  • impairing

Past participle

  • impaired

Perfect Participle

  • having impaired

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα impair

Imperative

  • impair
  • let's impair
  • impair

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: fankle flam humidify immolate impact impale impel interject marinade oviposit sortie web