Κλίση του ρήματος envisage στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα envisage στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος envisage στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I envisage
  • you envisage
  • he|she|it envisages
  • we envisage
  • you envisage
  • they envisage

Present Continuous

  • I am envisaging
  • you are envisaging
  • he|she|it is envisaging
  • we are envisaging
  • you are envisaging
  • they are envisaging

Present Perfect

  • I have envisaged
  • you have envisaged
  • he|she|it has envisaged
  • we have envisaged
  • you have envisaged
  • they have envisaged

Present Perfect Continuous

  • I have been envisaging
  • you have been envisaging
  • he|she|it has been envisaging
  • we have been envisaging
  • you have been envisaging
  • they have been envisaging

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος envisage στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I envisaged
  • you envisaged
  • he|she|it envisaged
  • we envisaged
  • you envisaged
  • they envisaged

Past continuous

  • I was envisaging
  • you were envisaging
  • he|she|it was envisaging
  • we were envisaging
  • you were envisaging
  • they were envisaging

Past perfect

  • I had envisaged
  • you had envisaged
  • he|she|it had envisaged
  • we had envisaged
  • you had envisaged
  • they had envisaged

Past perfect continuous

  • I had been envisaging
  • you had been envisaging
  • he|she|it had been envisaging
  • we had been envisaging
  • you had been envisaging
  • they had been envisaging

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος envisage στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will envisage
  • you will envisage
  • he|she|it will envisage
  • we will envisage
  • you will envisage
  • they will envisage

Future continuous

  • I will be envisaging
  • you will be envisaging
  • he|she|it will be envisaging
  • we will be envisaging
  • you will be envisaging
  • they will be envisaging

Future perfect

  • I will have envisaged
  • you will have envisaged
  • he|she|it will have envisaged
  • we will have envisaged
  • you will have envisaged
  • they will have envisaged

Future perfect continuous

  • I will have been envisaging
  • you will have been envisaging
  • he|she|it will have been envisaging
  • we will have been envisaging
  • you will have been envisaging
  • they will have been envisaging

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα envisage

Present participle

  • envisaging

Past participle

  • envisaged

Perfect Participle

  • having envisaged

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα envisage

Imperative

  • envisage
  • let's envisage
  • envisage

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: dandle defragment endanger entwintwine environ envision epitomize fanaticize glorify interrogate re-sound stanch