Κλίση του ρήματος encrypt στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα encrypt στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος encrypt στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I encrypt
  • you encrypt
  • he|she|it encrypts
  • we encrypt
  • you encrypt
  • they encrypt

Present Continuous

  • I am encrypting
  • you are encrypting
  • he|she|it is encrypting
  • we are encrypting
  • you are encrypting
  • they are encrypting

Present Perfect

  • I have encrypted
  • you have encrypted
  • he|she|it has encrypted
  • we have encrypted
  • you have encrypted
  • they have encrypted

Present Perfect Continuous

  • I have been encrypting
  • you have been encrypting
  • he|she|it has been encrypting
  • we have been encrypting
  • you have been encrypting
  • they have been encrypting

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος encrypt στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I encrypted
  • you encrypted
  • he|she|it encrypted
  • we encrypted
  • you encrypted
  • they encrypted

Past continuous

  • I was encrypting
  • you were encrypting
  • he|she|it was encrypting
  • we were encrypting
  • you were encrypting
  • they were encrypting

Past perfect

  • I had encrypted
  • you had encrypted
  • he|she|it had encrypted
  • we had encrypted
  • you had encrypted
  • they had encrypted

Past perfect continuous

  • I had been encrypting
  • you had been encrypting
  • he|she|it had been encrypting
  • we had been encrypting
  • you had been encrypting
  • they had been encrypting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος encrypt στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will encrypt
  • you will encrypt
  • he|she|it will encrypt
  • we will encrypt
  • you will encrypt
  • they will encrypt

Future continuous

  • I will be encrypting
  • you will be encrypting
  • he|she|it will be encrypting
  • we will be encrypting
  • you will be encrypting
  • they will be encrypting

Future perfect

  • I will have encrypted
  • you will have encrypted
  • he|she|it will have encrypted
  • we will have encrypted
  • you will have encrypted
  • they will have encrypted

Future perfect continuous

  • I will have been encrypting
  • you will have been encrypting
  • he|she|it will have been encrypting
  • we will have been encrypting
  • you will have been encrypting
  • they will have been encrypting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα encrypt

Present participle

  • encrypting

Past participle

  • encrypted

Perfect Participle

  • having encrypted

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα encrypt

Imperative

  • encrypt
  • let's encrypt
  • encrypt

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: crosscut decapitate elevate enclose encroach encumber endure exonerate gasify input radiate splint