Κλίση του ρήματος embezzle στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα embezzle στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος embezzle στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I embezzle
  • you embezzle
  • he|she|it embezzles
  • we embezzle
  • you embezzle
  • they embezzle

Present Continuous

  • I am embezzling
  • you are embezzling
  • he|she|it is embezzling
  • we are embezzling
  • you are embezzling
  • they are embezzling

Present Perfect

  • I have embezzled
  • you have embezzled
  • he|she|it has embezzled
  • we have embezzled
  • you have embezzled
  • they have embezzled

Present Perfect Continuous

  • I have been embezzling
  • you have been embezzling
  • he|she|it has been embezzling
  • we have been embezzling
  • you have been embezzling
  • they have been embezzling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος embezzle στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I embezzled
  • you embezzled
  • he|she|it embezzled
  • we embezzled
  • you embezzled
  • they embezzled

Past continuous

  • I was embezzling
  • you were embezzling
  • he|she|it was embezzling
  • we were embezzling
  • you were embezzling
  • they were embezzling

Past perfect

  • I had embezzled
  • you had embezzled
  • he|she|it had embezzled
  • we had embezzled
  • you had embezzled
  • they had embezzled

Past perfect continuous

  • I had been embezzling
  • you had been embezzling
  • he|she|it had been embezzling
  • we had been embezzling
  • you had been embezzling
  • they had been embezzling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος embezzle στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will embezzle
  • you will embezzle
  • he|she|it will embezzle
  • we will embezzle
  • you will embezzle
  • they will embezzle

Future continuous

  • I will be embezzling
  • you will be embezzling
  • he|she|it will be embezzling
  • we will be embezzling
  • you will be embezzling
  • they will be embezzling

Future perfect

  • I will have embezzled
  • you will have embezzled
  • he|she|it will have embezzled
  • we will have embezzled
  • you will have embezzled
  • they will have embezzled

Future perfect continuous

  • I will have been embezzling
  • you will have been embezzling
  • he|she|it will have been embezzling
  • we will have been embezzling
  • you will have been embezzling
  • they will have been embezzling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα embezzle

Present participle

  • embezzling

Past participle

  • embezzled

Perfect Participle

  • having embezzled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα embezzle

Imperative

  • embezzle
  • let's embezzle
  • embezzle

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: crash-land dag dwindle embargo embellish embitter embowel europeanize fur induce pushstart space