Κλίση του ρήματος convict στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα convict στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος convict στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I convict
  • you convict
  • he|she|it convicts
  • we convict
  • you convict
  • they convict

Present Continuous

  • I am convicting
  • you are convicting
  • he|she|it is convicting
  • we are convicting
  • you are convicting
  • they are convicting

Present Perfect

  • I have convicted
  • you have convicted
  • he|she|it has convicted
  • we have convicted
  • you have convicted
  • they have convicted

Present Perfect Continuous

  • I have been convicting
  • you have been convicting
  • he|she|it has been convicting
  • we have been convicting
  • you have been convicting
  • they have been convicting

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος convict στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I convicted
  • you convicted
  • he|she|it convicted
  • we convicted
  • you convicted
  • they convicted

Past continuous

  • I was convicting
  • you were convicting
  • he|she|it was convicting
  • we were convicting
  • you were convicting
  • they were convicting

Past perfect

  • I had convicted
  • you had convicted
  • he|she|it had convicted
  • we had convicted
  • you had convicted
  • they had convicted

Past perfect continuous

  • I had been convicting
  • you had been convicting
  • he|she|it had been convicting
  • we had been convicting
  • you had been convicting
  • they had been convicting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος convict στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will convict
  • you will convict
  • he|she|it will convict
  • we will convict
  • you will convict
  • they will convict

Future continuous

  • I will be convicting
  • you will be convicting
  • he|she|it will be convicting
  • we will be convicting
  • you will be convicting
  • they will be convicting

Future perfect

  • I will have convicted
  • you will have convicted
  • he|she|it will have convicted
  • we will have convicted
  • you will have convicted
  • they will have convicted

Future perfect continuous

  • I will have been convicting
  • you will have been convicting
  • he|she|it will have been convicting
  • we will have been convicting
  • you will have been convicting
  • they will have been convicting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα convict

Present participle

  • convicting

Past participle

  • convicted

Perfect Participle

  • having convicted

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα convict

Imperative

  • convict
  • let's convict
  • convict

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: bench-test blouse confirm convene convey convince cool cuff disenthrall facet mope redeem