Κλίση του ρήματος capacitate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα capacitate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος capacitate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I capacitate
  • you capacitate
  • he|she|it capacitates
  • we capacitate
  • you capacitate
  • they capacitate

Present Continuous

  • I am capacitating
  • you are capacitating
  • he|she|it is capacitating
  • we are capacitating
  • you are capacitating
  • they are capacitating

Present Perfect

  • I have capacitated
  • you have capacitated
  • he|she|it has capacitated
  • we have capacitated
  • you have capacitated
  • they have capacitated

Present Perfect Continuous

  • I have been capacitating
  • you have been capacitating
  • he|she|it has been capacitating
  • we have been capacitating
  • you have been capacitating
  • they have been capacitating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος capacitate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I capacitated
  • you capacitated
  • he|she|it capacitated
  • we capacitated
  • you capacitated
  • they capacitated

Past continuous

  • I was capacitating
  • you were capacitating
  • he|she|it was capacitating
  • we were capacitating
  • you were capacitating
  • they were capacitating

Past perfect

  • I had capacitated
  • you had capacitated
  • he|she|it had capacitated
  • we had capacitated
  • you had capacitated
  • they had capacitated

Past perfect continuous

  • I had been capacitating
  • you had been capacitating
  • he|she|it had been capacitating
  • we had been capacitating
  • you had been capacitating
  • they had been capacitating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος capacitate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will capacitate
  • you will capacitate
  • he|she|it will capacitate
  • we will capacitate
  • you will capacitate
  • they will capacitate

Future continuous

  • I will be capacitating
  • you will be capacitating
  • he|she|it will be capacitating
  • we will be capacitating
  • you will be capacitating
  • they will be capacitating

Future perfect

  • I will have capacitated
  • you will have capacitated
  • he|she|it will have capacitated
  • we will have capacitated
  • you will have capacitated
  • they will have capacitated

Future perfect continuous

  • I will have been capacitating
  • you will have been capacitating
  • he|she|it will have been capacitating
  • we will have been capacitating
  • you will have been capacitating
  • they will have been capacitating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα capacitate

Present participle

  • capacitating

Past participle

  • capacitated

Perfect Participle

  • having capacitated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα capacitate

Imperative

  • capacitate
  • let's capacitate
  • capacitate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: abrade aircondition burke canter cap caparison capsulize chunter crown dodge kindle pommel