Κλίση του ρήματος canonise στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα canonise στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος canonise στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I canonise
  • you canonise
  • he|she|it canonises
  • we canonise
  • you canonise
  • they canonise

Present Continuous

  • I am canonising
  • you are canonising
  • he|she|it is canonising
  • we are canonising
  • you are canonising
  • they are canonising

Present Perfect

  • I have canonised
  • you have canonised
  • he|she|it has canonised
  • we have canonised
  • you have canonised
  • they have canonised

Present Perfect Continuous

  • I have been canonising
  • you have been canonising
  • he|she|it has been canonising
  • we have been canonising
  • you have been canonising
  • they have been canonising

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος canonise στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I canonised
  • you canonised
  • he|she|it canonised
  • we canonised
  • you canonised
  • they canonised

Past continuous

  • I was canonising
  • you were canonising
  • he|she|it was canonising
  • we were canonising
  • you were canonising
  • they were canonising

Past perfect

  • I had canonised
  • you had canonised
  • he|she|it had canonised
  • we had canonised
  • you had canonised
  • they had canonised

Past perfect continuous

  • I had been canonising
  • you had been canonising
  • he|she|it had been canonising
  • we had been canonising
  • you had been canonising
  • they had been canonising

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος canonise στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will canonise
  • you will canonise
  • he|she|it will canonise
  • we will canonise
  • you will canonise
  • they will canonise

Future continuous

  • I will be canonising
  • you will be canonising
  • he|she|it will be canonising
  • we will be canonising
  • you will be canonising
  • they will be canonising

Future perfect

  • I will have canonised
  • you will have canonised
  • he|she|it will have canonised
  • we will have canonised
  • you will have canonised
  • they will have canonised

Future perfect continuous

  • I will have been canonising
  • you will have been canonising
  • he|she|it will have been canonising
  • we will have been canonising
  • you will have been canonising
  • they will have been canonising

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα canonise

Present participle

  • canonising

Past participle

  • canonised

Perfect Participle

  • having canonised

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα canonise

Imperative

  • canonise
  • let's canonise
  • canonise

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: abide agitate bunny-hop canker canoe canonize canvass christen crossindex divorce keypunch police