Κλίση του ρήματος physic στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα physic στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος physic στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I physic
  • you physic
  • he|she|it physics
  • we physic
  • you physic
  • they physic

Present Continuous

  • I am physicking
  • you are physicking
  • he|she|it is physicking
  • we are physicking
  • you are physicking
  • they are physicking

Present Perfect

  • I have physicked
  • you have physicked
  • he|she|it has physicked
  • we have physicked
  • you have physicked
  • they have physicked

Present Perfect Continuous

  • I have been physicking
  • you have been physicking
  • he|she|it has been physicking
  • we have been physicking
  • you have been physicking
  • they have been physicking

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος physic στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I physicked
  • you physicked
  • he|she|it physicked
  • we physicked
  • you physicked
  • they physicked

Past continuous

  • I was physicking
  • you were physicking
  • he|she|it was physicking
  • we were physicking
  • you were physicking
  • they were physicking

Past perfect

  • I had physicked
  • you had physicked
  • he|she|it had physicked
  • we had physicked
  • you had physicked
  • they had physicked

Past perfect continuous

  • I had been physicking
  • you had been physicking
  • he|she|it had been physicking
  • we had been physicking
  • you had been physicking
  • they had been physicking

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος physic στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will physic
  • you will physic
  • he|she|it will physic
  • we will physic
  • you will physic
  • they will physic

Future continuous

  • I will be physicking
  • you will be physicking
  • he|she|it will be physicking
  • we will be physicking
  • you will be physicking
  • they will be physicking

Future perfect

  • I will have physicked
  • you will have physicked
  • he|she|it will have physicked
  • we will have physicked
  • you will have physicked
  • they will have physicked

Future perfect continuous

  • I will have been physicking
  • you will have been physicking
  • he|she|it will have been physicking
  • we will have been physicking
  • you will have been physicking
  • they will have been physicking

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα physic

Present participle

  • physicking

Past participle

  • physicked

Perfect Participle

  • having physicked

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα physic

Imperative

  • physic
  • let's physic
  • physic

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: assibilate luck mellow penalise photoset phrase pi piece pre-digest reflux shelve