Κλίση του ρήματος neighbour στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα neighbour στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος neighbour στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I neighbour
  • you neighbour
  • he|she|it neighbours
  • we neighbour
  • you neighbour
  • they neighbour

Present Continuous

  • I am neighbouring
  • you are neighbouring
  • he|she|it is neighbouring
  • we are neighbouring
  • you are neighbouring
  • they are neighbouring

Present Perfect

  • I have neighboured
  • you have neighboured
  • he|she|it has neighboured
  • we have neighboured
  • you have neighboured
  • they have neighboured

Present Perfect Continuous

  • I have been neighbouring
  • you have been neighbouring
  • he|she|it has been neighbouring
  • we have been neighbouring
  • you have been neighbouring
  • they have been neighbouring

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος neighbour στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I neighboured
  • you neighboured
  • he|she|it neighboured
  • we neighboured
  • you neighboured
  • they neighboured

Past continuous

  • I was neighbouring
  • you were neighbouring
  • he|she|it was neighbouring
  • we were neighbouring
  • you were neighbouring
  • they were neighbouring

Past perfect

  • I had neighboured
  • you had neighboured
  • he|she|it had neighboured
  • we had neighboured
  • you had neighboured
  • they had neighboured

Past perfect continuous

  • I had been neighbouring
  • you had been neighbouring
  • he|she|it had been neighbouring
  • we had been neighbouring
  • you had been neighbouring
  • they had been neighbouring

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος neighbour στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will neighbour
  • you will neighbour
  • he|she|it will neighbour
  • we will neighbour
  • you will neighbour
  • they will neighbour

Future continuous

  • I will be neighbouring
  • you will be neighbouring
  • he|she|it will be neighbouring
  • we will be neighbouring
  • you will be neighbouring
  • they will be neighbouring

Future perfect

  • I will have neighboured
  • you will have neighboured
  • he|she|it will have neighboured
  • we will have neighboured
  • you will have neighboured
  • they will have neighboured

Future perfect continuous

  • I will have been neighbouring
  • you will have been neighbouring
  • he|she|it will have been neighbouring
  • we will have been neighbouring
  • you will have been neighbouring
  • they will have been neighbouring

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα neighbour

Present participle

  • neighbouring

Past participle

  • neighboured

Perfect Participle

  • having neighboured

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα neighbour

Imperative

  • neighbour
  • let's neighbour
  • neighbour

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: inform intimidate mouse need neigh neologize neutralize outwork pout replevy unstick