Κλίση του ρήματος desolate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα desolate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος desolate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I desolate
  • you desolate
  • he|she|it desolates
  • we desolate
  • you desolate
  • they desolate

Present Continuous

  • I am desolating
  • you are desolating
  • he|she|it is desolating
  • we are desolating
  • you are desolating
  • they are desolating

Present Perfect

  • I have desolated
  • you have desolated
  • he|she|it has desolated
  • we have desolated
  • you have desolated
  • they have desolated

Present Perfect Continuous

  • I have been desolating
  • you have been desolating
  • he|she|it has been desolating
  • we have been desolating
  • you have been desolating
  • they have been desolating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος desolate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I desolated
  • you desolated
  • he|she|it desolated
  • we desolated
  • you desolated
  • they desolated

Past continuous

  • I was desolating
  • you were desolating
  • he|she|it was desolating
  • we were desolating
  • you were desolating
  • they were desolating

Past perfect

  • I had desolated
  • you had desolated
  • he|she|it had desolated
  • we had desolated
  • you had desolated
  • they had desolated

Past perfect continuous

  • I had been desolating
  • you had been desolating
  • he|she|it had been desolating
  • we had been desolating
  • you had been desolating
  • they had been desolating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος desolate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will desolate
  • you will desolate
  • he|she|it will desolate
  • we will desolate
  • you will desolate
  • they will desolate

Future continuous

  • I will be desolating
  • you will be desolating
  • he|she|it will be desolating
  • we will be desolating
  • you will be desolating
  • they will be desolating

Future perfect

  • I will have desolated
  • you will have desolated
  • he|she|it will have desolated
  • we will have desolated
  • you will have desolated
  • they will have desolated

Future perfect continuous

  • I will have been desolating
  • you will have been desolating
  • he|she|it will have been desolating
  • we will have been desolating
  • you will have been desolating
  • they will have been desolating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα desolate

Present participle

  • desolating

Past participle

  • desolated

Perfect Participle

  • having desolated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα desolate

Imperative

  • desolate
  • let's desolate
  • desolate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: characterize clew denizen desiccate deskill desorb destabilise disjoin euthanize gnaw peek sconce