Κλίση του ρήματος combat στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα combat στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος combat στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I combat
  • you combat
  • he|she|it combats
  • we combat
  • you combat
  • they combat

Present Continuous

  • I am combatting
  • you are combatting
  • he|she|it is combatting
  • we are combatting
  • you are combatting
  • they are combatting

Present Perfect

  • I have combatted
  • you have combatted
  • he|she|it has combatted
  • we have combatted
  • you have combatted
  • they have combatted

Present Perfect Continuous

  • I have been combatting
  • you have been combatting
  • he|she|it has been combatting
  • we have been combatting
  • you have been combatting
  • they have been combatting

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος combat στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I combatted
  • you combatted
  • he|she|it combatted
  • we combatted
  • you combatted
  • they combatted

Past continuous

  • I was combatting
  • you were combatting
  • he|she|it was combatting
  • we were combatting
  • you were combatting
  • they were combatting

Past perfect

  • I had combatted
  • you had combatted
  • he|she|it had combatted
  • we had combatted
  • you had combatted
  • they had combatted

Past perfect continuous

  • I had been combatting
  • you had been combatting
  • he|she|it had been combatting
  • we had been combatting
  • you had been combatting
  • they had been combatting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος combat στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will combat
  • you will combat
  • he|she|it will combat
  • we will combat
  • you will combat
  • they will combat

Future continuous

  • I will be combatting
  • you will be combatting
  • he|she|it will be combatting
  • we will be combatting
  • you will be combatting
  • they will be combatting

Future perfect

  • I will have combatted
  • you will have combatted
  • he|she|it will have combatted
  • we will have combatted
  • you will have combatted
  • they will have combatted

Future perfect continuous

  • I will have been combatting
  • you will have been combatting
  • he|she|it will have been combatting
  • we will have been combatting
  • you will have been combatting
  • they will have been combatting

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα combat

Present participle

  • combatting

Past participle

  • combatted

Perfect Participle

  • having combatted

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα combat

Imperative

  • combat
  • let's combat
  • combat

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: average bedizen cloture colonize comb combine commend cord desire epitomise mercerise raise