Κλίση του ρήματος beatify στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα beatify στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος beatify στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I beatify
  • you beatify
  • he|she|it beatifies
  • we beatify
  • you beatify
  • they beatify

Present Continuous

  • I am beatifying
  • you are beatifying
  • he|she|it is beatifying
  • we are beatifying
  • you are beatifying
  • they are beatifying

Present Perfect

  • I have beatified
  • you have beatified
  • he|she|it has beatified
  • we have beatified
  • you have beatified
  • they have beatified

Present Perfect Continuous

  • I have been beatifying
  • you have been beatifying
  • he|she|it has been beatifying
  • we have been beatifying
  • you have been beatifying
  • they have been beatifying

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος beatify στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I beatified
  • you beatified
  • he|she|it beatified
  • we beatified
  • you beatified
  • they beatified

Past continuous

  • I was beatifying
  • you were beatifying
  • he|she|it was beatifying
  • we were beatifying
  • you were beatifying
  • they were beatifying

Past perfect

  • I had beatified
  • you had beatified
  • he|she|it had beatified
  • we had beatified
  • you had beatified
  • they had beatified

Past perfect continuous

  • I had been beatifying
  • you had been beatifying
  • he|she|it had been beatifying
  • we had been beatifying
  • you had been beatifying
  • they had been beatifying

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος beatify στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will beatify
  • you will beatify
  • he|she|it will beatify
  • we will beatify
  • you will beatify
  • they will beatify

Future continuous

  • I will be beatifying
  • you will be beatifying
  • he|she|it will be beatifying
  • we will be beatifying
  • you will be beatifying
  • they will be beatifying

Future perfect

  • I will have beatified
  • you will have beatified
  • he|she|it will have beatified
  • we will have beatified
  • you will have beatified
  • they will have beatified

Future perfect continuous

  • I will have been beatifying
  • you will have been beatifying
  • he|she|it will have been beatifying
  • we will have been beatifying
  • you will have been beatifying
  • they will have been beatifying

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα beatify

Present participle

  • beatifying

Past participle

  • beatified

Perfect Participle

  • having beatified

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα beatify

Imperative

  • beatify
  • let's beatify
  • beatify

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: backwater beagle beatbox beautify bedeck blur clasp deflower hypersensitize outspread