Κλίση του ρήματος awake στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα awake στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος awake στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I awake
  • you awake
  • he|she|it awakes
  • we awake
  • you awake
  • they awake

Present Continuous

  • I am awaking
  • you are awaking
  • he|she|it is awaking
  • we are awaking
  • you are awaking
  • they are awaking

Present Perfect

  • I have awoken/awaked
  • you have awoken/awaked
  • he|she|it has awoken/awaked
  • we have awoken/awaked
  • you have awoken/awaked
  • they have awoken/awaked

Present Perfect Continuous

  • I have been awaking
  • you have been awaking
  • he|she|it has been awaking
  • we have been awaking
  • you have been awaking
  • they have been awaking

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος awake στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I awoke/awaked
  • you awoke/awaked
  • he|she|it awoke/awaked
  • we awoke/awaked
  • you awoke/awaked
  • they awoke/awaked

Past continuous

  • I was awaking
  • you were awaking
  • he|she|it was awaking
  • we were awaking
  • you were awaking
  • they were awaking

Past perfect

  • I had awoken/awaked
  • you had awoken/awaked
  • he|she|it had awoken/awaked
  • we had awoken/awaked
  • you had awoken/awaked
  • they had awoken/awaked

Past perfect continuous

  • I had been awaking
  • you had been awaking
  • he|she|it had been awaking
  • we had been awaking
  • you had been awaking
  • they had been awaking

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος awake στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will awake
  • you will awake
  • he|she|it will awake
  • we will awake
  • you will awake
  • they will awake

Future continuous

  • I will be awaking
  • you will be awaking
  • he|she|it will be awaking
  • we will be awaking
  • you will be awaking
  • they will be awaking

Future perfect

  • I will have awoken/awaked
  • you will have awoken/awaked
  • he|she|it will have awoken/awaked
  • we will have awoken/awaked
  • you will have awoken/awaked
  • they will have awoken/awaked

Future perfect continuous

  • I will have been awaking
  • you will have been awaking
  • he|she|it will have been awaking
  • we will have been awaking
  • you will have been awaking
  • they will have been awaking

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα awake

Present participle

  • awaking

Past participle

  • awoken/awaked

Perfect Participle

  • having awoken/awaked

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα awake

Imperative

  • awake
  • let's awake
  • awake

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: arterialize average await awaken babysit betray chargesheet dawn hoard occlude