Κλίση του ρήματος adjudge στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα adjudge στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος adjudge στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I adjudge
  • you adjudge
  • he|she|it adjudges
  • we adjudge
  • you adjudge
  • they adjudge

Present Continuous

  • I am adjudging
  • you are adjudging
  • he|she|it is adjudging
  • we are adjudging
  • you are adjudging
  • they are adjudging

Present Perfect

  • I have adjudged
  • you have adjudged
  • he|she|it has adjudged
  • we have adjudged
  • you have adjudged
  • they have adjudged

Present Perfect Continuous

  • I have been adjudging
  • you have been adjudging
  • he|she|it has been adjudging
  • we have been adjudging
  • you have been adjudging
  • they have been adjudging

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος adjudge στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I adjudged
  • you adjudged
  • he|she|it adjudged
  • we adjudged
  • you adjudged
  • they adjudged

Past continuous

  • I was adjudging
  • you were adjudging
  • he|she|it was adjudging
  • we were adjudging
  • you were adjudging
  • they were adjudging

Past perfect

  • I had adjudged
  • you had adjudged
  • he|she|it had adjudged
  • we had adjudged
  • you had adjudged
  • they had adjudged

Past perfect continuous

  • I had been adjudging
  • you had been adjudging
  • he|she|it had been adjudging
  • we had been adjudging
  • you had been adjudging
  • they had been adjudging

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος adjudge στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will adjudge
  • you will adjudge
  • he|she|it will adjudge
  • we will adjudge
  • you will adjudge
  • they will adjudge

Future continuous

  • I will be adjudging
  • you will be adjudging
  • he|she|it will be adjudging
  • we will be adjudging
  • you will be adjudging
  • they will be adjudging

Future perfect

  • I will have adjudged
  • you will have adjudged
  • he|she|it will have adjudged
  • we will have adjudged
  • you will have adjudged
  • they will have adjudged

Future perfect continuous

  • I will have been adjudging
  • you will have been adjudging
  • he|she|it will have been adjudging
  • we will have been adjudging
  • you will have been adjudging
  • they will have been adjudging

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα adjudge

Present participle

  • adjudging

Past participle

  • adjudged

Perfect Participle

  • having adjudged

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα adjudge

Imperative

  • adjudge
  • let's adjudge
  • adjudge

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: abide address adjourn adjudicate admix arbitrate brick consume gladhand mirror