Κλίση του ρήματος supplicate στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα supplicate στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος supplicate στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I supplicate
  • you supplicate
  • he|she|it supplicates
  • we supplicate
  • you supplicate
  • they supplicate

Present Continuous

  • I am supplicating
  • you are supplicating
  • he|she|it is supplicating
  • we are supplicating
  • you are supplicating
  • they are supplicating

Present Perfect

  • I have supplicated
  • you have supplicated
  • he|she|it has supplicated
  • we have supplicated
  • you have supplicated
  • they have supplicated

Present Perfect Continuous

  • I have been supplicating
  • you have been supplicating
  • he|she|it has been supplicating
  • we have been supplicating
  • you have been supplicating
  • they have been supplicating

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος supplicate στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I supplicated
  • you supplicated
  • he|she|it supplicated
  • we supplicated
  • you supplicated
  • they supplicated

Past continuous

  • I was supplicating
  • you were supplicating
  • he|she|it was supplicating
  • we were supplicating
  • you were supplicating
  • they were supplicating

Past perfect

  • I had supplicated
  • you had supplicated
  • he|she|it had supplicated
  • we had supplicated
  • you had supplicated
  • they had supplicated

Past perfect continuous

  • I had been supplicating
  • you had been supplicating
  • he|she|it had been supplicating
  • we had been supplicating
  • you had been supplicating
  • they had been supplicating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος supplicate στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will supplicate
  • you will supplicate
  • he|she|it will supplicate
  • we will supplicate
  • you will supplicate
  • they will supplicate

Future continuous

  • I will be supplicating
  • you will be supplicating
  • he|she|it will be supplicating
  • we will be supplicating
  • you will be supplicating
  • they will be supplicating

Future perfect

  • I will have supplicated
  • you will have supplicated
  • he|she|it will have supplicated
  • we will have supplicated
  • you will have supplicated
  • they will have supplicated

Future perfect continuous

  • I will have been supplicating
  • you will have been supplicating
  • he|she|it will have been supplicating
  • we will have been supplicating
  • you will have been supplicating
  • they will have been supplicating

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα supplicate

Present participle

  • supplicating

Past participle

  • supplicated

Perfect Participle

  • having supplicated

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα supplicate

Imperative

  • supplicate
  • let's supplicate
  • supplicate

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: cheat drop-kick savor seel suborn superstruct supplement supply surface testdrive urbanize