Κλίση του ρήματος enroll στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα enroll στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος enroll στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I enroll
  • you enroll
  • he|she|it enrolls
  • we enroll
  • you enroll
  • they enroll

Present Continuous

  • I am enrolling
  • you are enrolling
  • he|she|it is enrolling
  • we are enrolling
  • you are enrolling
  • they are enrolling

Present Perfect

  • I have enrolled
  • you have enrolled
  • he|she|it has enrolled
  • we have enrolled
  • you have enrolled
  • they have enrolled

Present Perfect Continuous

  • I have been enrolling
  • you have been enrolling
  • he|she|it has been enrolling
  • we have been enrolling
  • you have been enrolling
  • they have been enrolling

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος enroll στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I enrolled
  • you enrolled
  • he|she|it enrolled
  • we enrolled
  • you enrolled
  • they enrolled

Past continuous

  • I was enrolling
  • you were enrolling
  • he|she|it was enrolling
  • we were enrolling
  • you were enrolling
  • they were enrolling

Past perfect

  • I had enrolled
  • you had enrolled
  • he|she|it had enrolled
  • we had enrolled
  • you had enrolled
  • they had enrolled

Past perfect continuous

  • I had been enrolling
  • you had been enrolling
  • he|she|it had been enrolling
  • we had been enrolling
  • you had been enrolling
  • they had been enrolling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος enroll στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will enroll
  • you will enroll
  • he|she|it will enroll
  • we will enroll
  • you will enroll
  • they will enroll

Future continuous

  • I will be enrolling
  • you will be enrolling
  • he|she|it will be enrolling
  • we will be enrolling
  • you will be enrolling
  • they will be enrolling

Future perfect

  • I will have enrolled
  • you will have enrolled
  • he|she|it will have enrolled
  • we will have enrolled
  • you will have enrolled
  • they will have enrolled

Future perfect continuous

  • I will have been enrolling
  • you will have been enrolling
  • he|she|it will have been enrolling
  • we will have been enrolling
  • you will have been enrolling
  • they will have been enrolling

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα enroll

Present participle

  • enrolling

Past participle

  • enrolled

Perfect Participle

  • having enrolled

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα enroll

Imperative

  • enroll
  • let's enroll
  • enroll

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: curb decry empathise enplane enrol enroot ensue extrapolate gig intercross rationalize squabble