Κλίση του ρήματος concur στα αγγλικά σε όλους τους χρόνους

Ακολουθούν οι πίνακες κλίσεων για το ρήμα concur στα αγγλικά.

Κλίση του ρήματος concur στους ενεστωτικούς χρόνους

Present Tense

  • I concur
  • you concur
  • he|she|it concurs
  • we concur
  • you concur
  • they concur

Present Continuous

  • I am concurring
  • you are concurring
  • he|she|it is concurring
  • we are concurring
  • you are concurring
  • they are concurring

Present Perfect

  • I have concurred
  • you have concurred
  • he|she|it has concurred
  • we have concurred
  • you have concurred
  • they have concurred

Present Perfect Continuous

  • I have been concurring
  • you have been concurring
  • he|she|it has been concurring
  • we have been concurring
  • you have been concurring
  • they have been concurring

Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτές τις κλίσεις χρόνων στα αγγλικά; Ο Present εκφράζει συνήθεια, συχνότητα, γενικές αλήθειες και κατάσταση στα αγγλικά. Ο Present Continuous εκφράζει κυρίως την ιδέα μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ο Present Perfect εκφράζει έννοιες που σχετίζονται πάντα με το παρόν ή τη συνέπεια ενός γεγονότος. Τέλος ο Present Perfect Continuous εκφράζει την ιδέα μίας δραστηριότητας σε διάρκεια.

Κλίση του ρήματος concur στους παρελθοντικούς χρόνους

Simple past

  • I concurred
  • you concurred
  • he|she|it concurred
  • we concurred
  • you concurred
  • they concurred

Past continuous

  • I was concurring
  • you were concurring
  • he|she|it was concurring
  • we were concurring
  • you were concurring
  • they were concurring

Past perfect

  • I had concurred
  • you had concurred
  • he|she|it had concurred
  • we had concurred
  • you had concurred
  • they had concurred

Past perfect continuous

  • I had been concurring
  • you had been concurring
  • he|she|it had been concurring
  • we had been concurring
  • you had been concurring
  • they had been concurring

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Simple Past εκφράζει ολοκληρωμένες ενέργειες που δεν σχετίζονται με το παρόν, παρελθοντικές ενέργειες ή συνήθειες του παρελθόντος. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα αγγλικά. Ο Past Continuous από την άλλη χρησιμοποιείται για να εκφράσει επαναλαμβανόμενες ενέργειες στο παρελθόν ή για μία ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και διακόπτεται από μία άλλη ενέργεια. ΟPast Perfectχρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ενέργεια συνέβη πριν από μία άλλη ενέργεια. Τέλος ο Past Perfect Continuous χρησιμοποιείται για μία επαναλαμβανόμενη ενέργεια στο παρελθόν που συνεχίστηκε μέχρι που διεκόπη από μία άλλη ενέργεια.

Κλίση ρήματος concur στους μελλοντικούς χρόνους

Future

  • I will concur
  • you will concur
  • he|she|it will concur
  • we will concur
  • you will concur
  • they will concur

Future continuous

  • I will be concurring
  • you will be concurring
  • he|she|it will be concurring
  • we will be concurring
  • you will be concurring
  • they will be concurring

Future perfect

  • I will have concurred
  • you will have concurred
  • he|she|it will have concurred
  • we will have concurred
  • you will have concurred
  • they will have concurred

Future perfect continuous

  • I will have been concurring
  • you will have been concurring
  • he|she|it will have been concurring
  • we will have been concurring
  • you will have been concurring
  • they will have been concurring

Πώς χρησιμοποιείτε αυτούς τους χρόνους κλίσης στα αγγλικά; Ο Future χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές ενέργειες στο μέλλον. Ο Future Continuous χρησιμοποιείται για να εκφράσει γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον. Ο Future Perfect είναι ένας χρόνος κλίσης που δε χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά, καθώς αυτός ο χρόνος κλίσης χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία μελλοντική πραγματική πράξη που θα συμβεί πριν από μία άλλη. Τέλος ο Future Perfect Continuous χρησιμοποιείται πολύ σπάνια για να εκφράσει μία μελλοντική ενέργεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και πριν από μία άλλη.

Οι διαφορετικές μορφές της μετοχής στα αγγλικά, για το ρήμα concur

Present participle

  • concurring

Past participle

  • concurred

Perfect Participle

  • having concurred

Το imperative στα αγγλικά, για το ρήμα concur

Imperative

  • concur
  • let's concur
  • concur

Κλίστε ένα άλλο ρήμα στα αγγλικά

Άλλα τυχαία ρήματα για να ανακαλύψετε στα Αγγλικά: barf betatest color concertina concretize concuss cone cramp digest examine misconduct reactivate